υπερευγενης

υπερευγενης
    ὑπερευγενής
    ὑπερ-ευγενής
    2
    чрезвычайно знатного рода Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπερευγενης" в других словарях:

  • υπερευγενής — ές, Α αυτός που έχει πολύ ευγενική καταγωγή …   Dictionary of Greek

  • ὑπερευγενῆ — ὑπερευγενής exceedingly noble neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερευγενής exceedingly noble masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερευγενής exceedingly noble masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»